Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακουστέος
παρακούω
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
View word page
παράκρημνος
παράκρημνος παρά-κρημνος, ον, on the edge of a precipice, Strab.
ShortDef
on the edge of a precipice
Debugging
Headword:
παράκρημνος
Headword (normalized):
παράκρημνος
Headword (normalized/stripped):
παρακρημνος
IDX:
24665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24693
Key:
para/krhmnos
Data
{'content': 'παράκρημνος\n παρά-κρημνος, ον,\n on the edge of a precipice, Strab.', 'key': 'para/krhmnos'}