Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράκοιτις
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακουστέος
παρακούω
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
View word page
παρακουστέος
παρακουστέος παρακουστέος, ον, verb. adj. of παρακούω one must disobey, τινός Muson. ap. Stob.
ShortDef
one must disobey
Debugging
Headword:
παρακουστέος
Headword (normalized):
παρακουστέος
Headword (normalized/stripped):
παρακουστεος
IDX:
24662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24690
Key:
parakouste/os
Data
{'content': 'παρακουστέος\n παρακουστέος, ον,\n verb. adj. of παρακούω\n one must disobey, τινός Muson. ap. Stob.', 'key': 'parakouste/os'}