Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακουστέος
παρακούω
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρούω
View word page
παράκοπος
παράκοπος παράκοπος, ον, παρακόπτω II frenzied, frantic, Aesch.; also, παράκοπος φρενῶν Eur.
ShortDef
frenzied, frantic
Debugging
Headword:
παράκοπος
Headword (normalized):
παράκοπος
Headword (normalized/stripped):
παρακοπος
IDX:
24659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24687
Key:
para/kopos
Data
{'content': 'παράκοπος\n παράκοπος, ον,\n παρακόπτω II\n frenzied, frantic, Aesch.; also, παράκοπος φρενῶν Eur.', 'key': 'para/kopos'}