Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακοή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακουστέος
παρακούω
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακροτέω
παράκρουσις
View word page
παρακοπή
παρακοπή παρακοπή, ἡ, metaph. infatuation, insanity, frenzy, Aesch. παρακόπτω II

ShortDef

infatuation, insanity, frenzy

Debugging

Headword:
παρακοπή
Headword (normalized):
παρακοπή
Headword (normalized/stripped):
παρακοπη
IDX:
24658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24686
Key:
parakoph/

Data

{'content': 'παρακοπή\n παρακοπή, ἡ,\n metaph. infatuation, insanity, frenzy, Aesch.\n παρακόπτω II', 'key': 'parakoph/'}