Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακλίτης
παρακλύω
παρακμάζω
παρακμή
παρακοή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακουστέος
παρακούω
παρακρεμάννυμι
View word page
παρακομιδή
παρακομιδή παρακομῐδή, ἡ, a carrying across, transporting, Thuc. (from Pass.) a going or sailing across, passage, transit, Thuc. from παρακομίζω
ShortDef
a carrying across, transporting
Debugging
Headword:
παρακομιδή
Headword (normalized):
παρακομιδή
Headword (normalized/stripped):
παρακομιδη
IDX:
24654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24682
Key:
parakomidh/
Data
{'content': 'παρακομιδή\n παρακομῐδή, ἡ,\n a carrying across, transporting, Thuc.\n (from Pass.) a going or sailing across, passage, transit, Thuc.\n from παρακομίζω', 'key': 'parakomidh/'}