Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακλίντωρ
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύω
παρακμάζω
παρακμή
παρακοή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακουστέος
View word page
παράκοιτις
παράκοιτις παράκοιτῐς, ῐος, ἡ, a wife, spouse, Il.; Epic dat. παρακοίτῑ Od. fem. of παρακοίτης
ShortDef
a wife, spouse
Debugging
Headword:
παράκοιτις
Headword (normalized):
παράκοιτις
Headword (normalized/stripped):
παρακοιτις
IDX:
24652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24680
Key:
para/koitis
Data
{'content': 'παράκοιτις\n παράκοιτῐς, ῐος, ἡ,\n a wife, spouse, Il.; Epic dat. παρακοίτῑ Od.\n fem. of παρακοίτης', 'key': 'para/koitis'}