Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρρίπτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρροιβδέω
ἀνάρρυσις
ἀναρρώννυμι
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτιος
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνάσιλλος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννυμι
View word page
ἀνάρτιος
ἀνάρτιος uneven, odd, opp. to ἄρτιος (even), Plat.

ShortDef

uneven, odd

Debugging

Headword:
ἀνάρτιος
Headword (normalized):
ἀνάρτιος
Headword (normalized/stripped):
αναρτιος
IDX:
2467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2468
Key:
a)na/rtios

Data

{'content': 'ἀνάρτιος\n uneven, odd, opp. to ἄρτιος (even), Plat.', 'key': 'a)na/rtios'}