Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακλιδόν
παρακλίντωρ
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύω
παρακμάζω
παρακμή
παρακοή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
View word page
παρακοίτης
παρακοίτης παρακοίτης, ου, ὁ, κοιτή one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse, Il., Hes.

ShortDef

one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse

Debugging

Headword:
παρακοίτης
Headword (normalized):
παρακοίτης
Headword (normalized/stripped):
παρακοιτης
IDX:
24651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24679
Key:
parakoi/ths

Data

{'content': 'παρακοίτης\n παρακοίτης, ου, ὁ,\n κοιτή\n one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse, Il., Hes.', 'key': 'parakoi/ths'}