Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλίντωρ
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύω
παρακμάζω
παρακμή
παρακοή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
View word page
παρακμάζω
παρακμάζω fut. άσω perf. -ήκμακα to be past the prime, Xen.
ShortDef
to be past the prime
Debugging
Headword:
παρακμάζω
Headword (normalized):
παρακμάζω
Headword (normalized/stripped):
παρακμαζω
IDX:
24646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24674
Key:
parakma/zw
Data
{'content': 'παρακμάζω\n fut. άσω\n perf. -ήκμακα\n to be past the prime, Xen.', 'key': 'parakma/zw'}