Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακίω
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλίντωρ
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύω
παρακμάζω
παρακμή
παρακοή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολουθέω
παρακομιδή
View word page
παρακλίτης
παρακλίτης παρακλίτης (ῐ), ου, ὁ, one who lies beside at meals, Xen.
ShortDef
one who lies beside
Debugging
Headword:
παρακλίτης
Headword (normalized):
παρακλίτης
Headword (normalized/stripped):
παρακλιτης
IDX:
24644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24672
Key:
parakli/ths
Data
{'content': 'παρακλίτης\n παρακλίτης (ῐ), ου, ὁ,\n one who lies beside at meals, Xen.', 'key': 'parakli/ths'}