Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακινέω
παρακινητικός
παρακίω
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλίντωρ
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύω
παρακμάζω
παρακμή
View word page
παράκλησις
παράκλησις παράκλησις, εως, παρακαλέω a calling to oneʼs aid, summons, οἱ ἐκ παρακλήσεως συγκαθήμενοι a packed party in the jury, Dem. a calling upon, appealing, τινος to one, Thuc.: intreaty, deprecation, Strab. an exhortation, address, Thuc., Aeschin.: encouragement, NTest.

ShortDef

a calling to one's aid, summons

Debugging

Headword:
παράκλησις
Headword (normalized):
παράκλησις
Headword (normalized/stripped):
παρακλησις
IDX:
24637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24665
Key:
para/klhsis

Data

{'content': 'παράκλησις\n παράκλησις, εως,\n παρακαλέω\n a calling to oneʼs aid, summons, οἱ ἐκ παρακλήσεως συγκαθήμενοι a packed party in the jury, Dem.\n a calling upon, appealing, τινος to one, Thuc.: intreaty, deprecation, Strab.\n an exhortation, address, Thuc., Aeschin.: encouragement, NTest.', 'key': 'para/klhsis'}