Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακινέω
παρακινητικός
παρακίω
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλίντωρ
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύω
παρακμάζω
View word page
παρακλέπτω
παρακλέπτω fut. ψω to steal from the side, filch underhand, Ar.
ShortDef
to steal from the side, filch underhand
Debugging
Headword:
παρακλέπτω
Headword (normalized):
παρακλέπτω
Headword (normalized/stripped):
παρακλεπτω
IDX:
24636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24664
Key:
parakle/ptw
Data
{'content': 'παρακλέπτω\n fut. ψω\n to steal from the side, filch underhand, Ar.', 'key': 'parakle/ptw'}