Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακινέω
παρακινητικός
παρακίω
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλίντωρ
παρακλίνω
View word page
παρακινητικός
παρακινητικός from παρακῑνέω παρακῑνητικός, ή, όν inclined to insanity: adv., παρακινητικῶς ἔχειν to shew symptoms of insanity, Plut.

ShortDef

inclined to insanity

Debugging

Headword:
παρακινητικός
Headword (normalized):
παρακινητικός
Headword (normalized/stripped):
παρακινητικος
IDX:
24633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24661
Key:
parakinhtiko/s

Data

{'content': 'παρακινητικός\n from παρακῑνέω\n παρακῑνητικός, ή, όν\n inclined to insanity: adv., παρακινητικῶς ἔχειν to shew symptoms of insanity, Plut.', 'key': 'parakinhtiko/s'}