Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακατοικίζω
παρακαττύω
παράκειμαι
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακινέω
παρακινητικός
παρακίω
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητικός
View word page
παρακινδύνευσις
παρακινδύνευσις παρακινδύνευσις, εως, from παρακινδυνεύω a desperate venture, Thuc.

ShortDef

a desperate venture

Debugging

Headword:
παρακινδύνευσις
Headword (normalized):
παρακινδύνευσις
Headword (normalized/stripped):
παρακινδυνευσις
IDX:
24629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24657
Key:
parakindu/neusis

Data

{'content': 'παρακινδύνευσις\n παρακινδύνευσις, εως,\n from παρακινδυνεύω\n a desperate venture, Thuc.', 'key': 'parakindu/neusis'}