Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακαττύω
παράκειμαι
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακινέω
παρακινητικός
παρακίω
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
View word page
παρακελητίζω
παρακελητίζω to ride by or past, τινά Ar.

ShortDef

to ride by

Debugging

Headword:
παρακελητίζω
Headword (normalized):
παρακελητίζω
Headword (normalized/stripped):
παρακελητιζω
IDX:
24628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24656
Key:
parakelhti/zw

Data

{'content': 'παρακελητίζω\n to ride by or past, τινά Ar.', 'key': 'parakelhti/zw'}