Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακατατίθημι
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακαττύω
παράκειμαι
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακινέω
παρακινητικός
παρακίω
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
View word page
παρακελευστός
παρακελευστός παρακελευστός, ή, όν summoned, of a packed audience, Thuc.
ShortDef
summoned
Debugging
Headword:
παρακελευστός
Headword (normalized):
παρακελευστός
Headword (normalized/stripped):
παρακελευστος
IDX:
24627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24655
Key:
parakeleusto/s
Data
{'content': 'παρακελευστός\n παρακελευστός, ή, όν\n summoned, of a packed audience, Thuc.', 'key': 'parakeleusto/s'}