Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακαταπήγνυμι
παρακατατίθημι
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακαττύω
παράκειμαι
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακινέω
παρακινητικός
παρακίω
παρακλείω
παρακλέπτω
View word page
παρακελευστικός
παρακελευστικός παρακελευστικός, ή, όν calling out to, cheering on, Plat.

ShortDef

calling out to, cheering on

Debugging

Headword:
παρακελευστικός
Headword (normalized):
παρακελευστικός
Headword (normalized/stripped):
παρακελευστικος
IDX:
24626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24654
Key:
parakeleustiko/s

Data

{'content': 'παρακελευστικός\n παρακελευστικός, ή, όν\n calling out to, cheering on, Plat.', 'key': 'parakeleustiko/s'}