Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακαταλείπω
παρακαταπήγνυμι
παρακατατίθημι
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακαττύω
παράκειμαι
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακινέω
παρακινητικός
παρακίω
παρακλείω
View word page
παρακελευσμός
παρακελευσμός παρακελευσμός, οῦ, ὁ, = παρακέλευσις, Thuc., Xen.

ShortDef

cheering on, exhorting

Debugging

Headword:
παρακελευσμός
Headword (normalized):
παρακελευσμός
Headword (normalized/stripped):
παρακελευσμος
IDX:
24625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24653
Key:
parakeleusmo/s

Data

{'content': 'παρακελευσμός\n παρακελευσμός, οῦ, ὁ,\n = παρακέλευσις, Thuc., Xen.', 'key': 'parakeleusmo/s'}