Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλείπω
παρακαταπήγνυμι
παρακατατίθημι
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακαττύω
παράκειμαι
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακινέω
View word page
παρακέλευμα
παρακέλευμα παρακέλευμα, or -ευσμα, ατος, τό, an exhortation, cheering address, Eur. a precept, maxim, Plat.
ShortDef
an exhortation, cheering address
Debugging
Headword:
παρακέλευμα
Headword (normalized):
παρακέλευμα
Headword (normalized/stripped):
παρακελευμα
IDX:
24622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24650
Key:
parake/leuma
Data
{'content': 'παρακέλευμα\n παρακέλευμα, or -ευσμα, ατος, τό,\n \n \n an exhortation, cheering address, Eur.\n a precept, maxim, Plat.', 'key': 'parake/leuma'}