Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλείπω
παρακαταπήγνυμι
παρακατατίθημι
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακαττύω
παράκειμαι
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακινδύνευσις
View word page
παρακατοικίζω
παρακατοικίζω fut. Attic -ιῶ to make to dwell or settle beside, π. φόβον τινι to make fear his companion, Plut.
ShortDef
to make to dwell
Debugging
Headword:
παρακατοικίζω
Headword (normalized):
παρακατοικίζω
Headword (normalized/stripped):
παρακατοικιζω
IDX:
24619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24647
Key:
parakatoiki/zw
Data
{'content': 'παρακατοικίζω\n fut. Attic -ιῶ\n to make to dwell or settle beside, π. φόβον τινι to make fear his companion, Plut.', 'key': 'parakatoiki/zw'}