Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλείπω
παρακαταπήγνυμι
παρακατατίθημι
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακαττύω
παράκειμαι
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
View word page
παρακατατίθημι
παρακατατίθημι Mid. to deposit oneʼs own property with another, entrust it to his keeping, give it him in trust, Hdt., Xen., etc.

ShortDef

deposit property with

Debugging

Headword:
παρακατατίθημι
Headword (normalized):
παρακατατίθημι
Headword (normalized/stripped):
παρακατατιθημι
IDX:
24617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24645
Key:
parakatati/qemai

Data

{'content': 'παρακατατίθημι\n Mid. to deposit oneʼs own property with another, entrust it to his keeping, give it him in trust, Hdt., Xen., etc.', 'key': 'parakatati/qemai'}