Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστός
ἀναρρήγνυμι
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρρίπτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρροιβδέω
ἀνάρρυσις
ἀναρρώννυμι
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτιος
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασειράζω
ἀνασείω
View word page
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώννυμι to strengthen afresh:— Pass., to regain strength, ἀναρρωσθέντες, Thuc. intr. in aor1 act. to recover, Plut.

ShortDef

to strengthen afresh

Debugging

Headword:
ἀναρρώννυμι
Headword (normalized):
ἀναρρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
αναρρωννυμι
IDX:
2463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2464
Key:
a)narrw/nnumi

Data

{'content': 'ἀναρρώννυμι\n to strengthen afresh:— Pass., to regain strength, ἀναρρωσθέντες, Thuc.\n intr. in aor1 act. to recover, Plut.', 'key': 'a)narrw/nnumi'}