Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίω
παράκαιρος
παρακαλέω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλείπω
παρακαταπήγνυμι
παρακατατίθημι
παρακατέχω
παρακατοικίζω
παρακαττύω
View word page
παρακαταθήκη
παρακαταθήκη παρα-καταθήκη, ἡ, a deposit entrusted to oneʼs care, Lat. fidei commissum, Hdt., Thuc., etc. of persons entrusted to guardians, Ἀπόλλωνα παρακαταθήκην δεξαμένη Hdt.; of children, Dem.

ShortDef

a deposit entrusted to one's care

Debugging

Headword:
παρακαταθήκη
Headword (normalized):
παρακαταθήκη
Headword (normalized/stripped):
παρακαταθηκη
IDX:
24610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24638
Key:
parakataqh/kh

Data

{'content': 'παρακαταθήκη\n παρα-καταθήκη, ἡ,\n a deposit entrusted to oneʼs care, Lat. fidei commissum, Hdt., Thuc., etc.\n of persons entrusted to guardians, Ἀπόλλωνα παρακαταθήκην δεξαμένη Hdt.; of children, Dem.', 'key': 'parakataqh/kh'}