Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακαθιδρύω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίω
παράκαιρος
παρακαλέω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλείπω
παρακαταπήγνυμι
παρακατατίθημι
παρακατέχω
View word page
παρακαταβάλλω
παρακαταβάλλω fut. -καταβαλῶ aor2 -κατέβαλον Epic -κάββαλον to throw down beside, Il.; ζῶμα δέ οἱ παρακάββαλεν put a waistband on him, Il. as Attic law-term, to make a special claim to property, when the claimant deposited a sum of money called παρακαταβολή, Dem.

ShortDef

to throw down beside

Debugging

Headword:
παρακαταβάλλω
Headword (normalized):
παρακαταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταβαλλω
IDX:
24608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24636
Key:
parakataba/llw

Data

{'content': 'παρακαταβάλλω\n fut. -καταβαλῶ\n aor2 -κατέβαλον\n Epic -κάββαλον\n to throw down beside, Il.; ζῶμα δέ οἱ παρακάββαλεν put a waistband on him, Il.\n as Attic law-term, to make a special claim to property, when the claimant deposited a sum of money called παρακαταβολή, Dem.', 'key': 'parakataba/llw'}