Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραίτιος
παραιφάμενος
παραίφασις
παραιωρέω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίω
παράκαιρος
παρακαλέω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
View word page
παράκαιρος
παράκαιρος παρά-καιρος, ον, unseasonable, ill-timed, Luc.
ShortDef
unseasonable, ill-timed
Debugging
Headword:
παράκαιρος
Headword (normalized):
παράκαιρος
Headword (normalized/stripped):
παρακαιρος
IDX:
24603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24631
Key:
para/kairos
Data
{'content': 'παράκαιρος\n παρά-καιρος, ον,\n unseasonable, ill-timed, Luc.', 'key': 'para/kairos'}