Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραίρεσις
παραιρέω
παραίρημα
παραισθάνομαι
παραίσιος
παραΐσσω
παραιτέομαι
παραίτησις
παραιτητής
παραίτιος
παραιφάμενος
παραίφασις
παραιωρέω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίω
παράκαιρος
παρακαλέω
View word page
παραιφάμενος
παραιφάμενος παραι-φάμενος, η, ον Epic part. mid. of παράφημι exhorting, encouraging, Hhymn., Hes. rebuking, Il.
ShortDef
exhorting, encouraging
Debugging
Headword:
παραιφάμενος
Headword (normalized):
παραιφάμενος
Headword (normalized/stripped):
παραιφαμενος
IDX:
24594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24622
Key:
paraifa/menos
Data
{'content': 'παραιφάμενος\n παραι-φάμενος, η, ον\n Epic part. mid. of παράφημι\n exhorting, encouraging, Hhymn., Hes.\n rebuking, Il.', 'key': 'paraifa/menos'}