Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραίνεσις
παραινέω
παραίρεσις
παραιρέω
παραίρημα
παραισθάνομαι
παραίσιος
παραΐσσω
παραιτέομαι
παραίτησις
παραιτητής
παραίτιος
παραιφάμενος
παραίφασις
παραιωρέω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίω
View word page
παραιτητής
παραιτητής παραιτητής, οῦ, ὁ, an intercessor, Plut.
ShortDef
an intercessor
Debugging
Headword:
παραιτητής
Headword (normalized):
παραιτητής
Headword (normalized/stripped):
παραιτητης
IDX:
24592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24620
Key:
paraithth/s
Data
{'content': 'παραιτητής\n παραιτητής, οῦ, ὁ,\n an intercessor, Plut.', 'key': 'paraithth/s'}