Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστός
ἀναρρήγνυμι
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρρίπτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρροιβδέω
ἀνάρρυσις
ἀναρρώννυμι
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτιος
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
View word page
ἀναρροιβδέω
ἀναρροιβδέω to suck down again, of Charybdis, Od.
ShortDef
to suck down again
Debugging
Headword:
ἀναρροιβδέω
Headword (normalized):
ἀναρροιβδέω
Headword (normalized/stripped):
αναρροιβδεω
IDX:
2461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2462
Key:
a)narroibde/w
Data
{'content': 'ἀναρροιβδέω\n to suck down again, of Charybdis, Od.', 'key': 'a)narroibde/w'}