Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραθέλγω
παραθερμαίνω
παράθερμος
παράθεσις
παραθέω
παραθεωρέω
παραθήκη
παραιθύσσω
παραίνεσις
παραινέω
παραίρεσις
παραιρέω
παραίρημα
παραισθάνομαι
παραίσιος
παραΐσσω
παραιτέομαι
παραίτησις
παραιτητής
παραίτιος
παραιφάμενος
View word page
παραίρεσις
παραίρεσις παραίρεσις, εως, a taking away from beside, curtailing, τῶν προσόδων Thuc. from παραιρέω
ShortDef
a taking away from beside, curtailing
Debugging
Headword:
παραίρεσις
Headword (normalized):
παραίρεσις
Headword (normalized/stripped):
παραιρεσις
IDX:
24584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24612
Key:
parai/resis
Data
{'content': 'παραίρεσις\n παραίρεσις, εως,\n a taking away from beside, curtailing, τῶν προσόδων Thuc.\n from παραιρέω', 'key': 'parai/resis'}