Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνυμι
παράζυξ
παραζώννυμι
παραθαλάσσιος
παραθάλπω
παραθαρσύνω
παραθεάομαι
παραθέλγω
παραθερμαίνω
παράθερμος
παράθεσις
παραθέω
παραθεωρέω
παραθήκη
παραιθύσσω
παραίνεσις
παραινέω
παραίρεσις
View word page
παραθέλγω
παραθέλγω fut. ξω to assuage, Aesch.
ShortDef
to assuage
Debugging
Headword:
παραθέλγω
Headword (normalized):
παραθέλγω
Headword (normalized/stripped):
παραθελγω
IDX:
24574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24602
Key:
paraqe/lgw
Data
{'content': 'παραθέλγω\n fut. ξω\n to assuage, Aesch.', 'key': 'paraqe/lgw'}