Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομικός
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
View word page
ἀγόρασμα
ἀγόρασμα ἀγοράζω that which is bought: in pl.goods, wares, merchandise, Dem., etc.

ShortDef

that which is bought

Debugging

Headword:
ἀγόρασμα
Headword (normalized):
ἀγόρασμα
Headword (normalized/stripped):
αγορασμα
IDX:
246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n246
Key:
a)go/rasma

Data

{'content': 'ἀγόρασμα\n ἀγοράζω\n that which is bought: in pl.goods, wares, merchandise, Dem., etc.', 'key': 'a)go/rasma'}