Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδράω
παραδρομή
παράδρομος
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνυμι
παράζυξ
παραζώννυμι
παραθαλάσσιος
παραθάλπω
παραθαρσύνω
παραθεάομαι
View word page
παράδυσις
παράδυσις from παραδύομαι παράδῠσις, εως, a creeping in beside, encroachment, Dem.
ShortDef
a creeping in beside, encroachment
Debugging
Headword:
παράδυσις
Headword (normalized):
παράδυσις
Headword (normalized/stripped):
παραδυσις
IDX:
24563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24591
Key:
para/dusis
Data
{'content': 'παράδυσις\n from παραδύομαι\n παράδῠσις, εως,\n a creeping in beside, encroachment, Dem.', 'key': 'para/dusis'}