Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδράω
παραδρομή
παράδρομος
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνυμι
παράζυξ
παραζώννυμι
παραθαλάσσιος
παραθάλπω
παραθαρσύνω
View word page
παραδύομαι
παραδύομαι μιδ. intr. aor2 act. παρέδυν Epic inf. παραδύμεναι to creep past, slink or steal past, Il. to creep or steal in, Plat., Dem.
ShortDef
to creep past, slink
Debugging
Headword:
παραδύομαι
Headword (normalized):
παραδύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραδυομαι
IDX:
24562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24590
Key:
paradu/omai
Data
{'content': 'παραδύομαι\n μιδ.\n intr. aor2 act. παρέδυν\n Epic inf. παραδύμεναι\n to creep past, slink or steal past, Il.\n to creep or steal in, Plat., Dem.', 'key': 'paradu/omai'}