Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδράω
παραδρομή
παράδρομος
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνυμι
παράζυξ
παραζώννυμι
παραθαλάσσιος
View word page
παράδρομος
παράδρομος παράδρομος, ον, that may be run through, παράδρομα gaps, Xen.

ShortDef

that may be run through

Debugging

Headword:
παράδρομος
Headword (normalized):
παράδρομος
Headword (normalized/stripped):
παραδρομος
IDX:
24560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24588
Key:
para/dromos

Data

{'content': 'παράδρομος\n παράδρομος, ον,\n that may be run through, παράδρομα gaps, Xen.', 'key': 'para/dromos'}