Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδράω
παραδρομή
παράδρομος
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνυμι
παράζυξ
παραζώννυμι
View word page
παραδρομή
παραδρομή παραδρομή, ἡ, παραδραμεῖν a running beside or over, traversing, Plut.; ἐν παραδρομῇ cursorily, Arist.

ShortDef

a running beside

Debugging

Headword:
παραδρομή
Headword (normalized):
παραδρομή
Headword (normalized/stripped):
παραδρομη
IDX:
24559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24587
Key:
paradromh/

Data

{'content': 'παραδρομή\n παραδρομή, ἡ,\n παραδραμεῖν\n a running beside or over, traversing, Plut.; ἐν παραδρομῇ cursorily, Arist.', 'key': 'paradromh/'}