Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδράω
παραδρομή
παράδρομος
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνυμι
παράζυξ
View word page
παραδράω
παραδράω Epic 3rd pl. παραδρώωσι to be at hand, to serve another, c. dat., Od.

ShortDef

to be at hand, to serve

Debugging

Headword:
παραδράω
Headword (normalized):
παραδράω
Headword (normalized/stripped):
παραδραω
IDX:
24558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24586
Key:
paradra/w

Data

{'content': 'παραδράω\n Epic 3rd pl. παραδρώωσι\n to be at hand, to serve another, c. dat., Od.', 'key': 'paradra/w'}