Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδράω
παραδρομή
παράδρομος
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνυμι
View word page
παραδοχή
παραδοχή παραδοχή, ἡ, παραδέχομαι a receiving from another: also that which has been received, a hereditary custom, Eur. acceptance, approval, Polyb.
ShortDef
a receiving from another
Debugging
Headword:
παραδοχή
Headword (normalized):
παραδοχή
Headword (normalized/stripped):
παραδοχη
IDX:
24557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24585
Key:
paradoxh/
Data
{'content': 'παραδοχή\n παραδοχή, ἡ,\n παραδέχομαι\n a receiving from another: also that which has been received, a hereditary custom, Eur.\n acceptance, approval, Polyb.', 'key': 'paradoxh/'}