Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδράω
παραδρομή
παράδρομος
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
View word page
παραδοτός
παραδοτός παραδοτός, ή, όν capable of being taught, Plat.

ShortDef

capable of being taught

Debugging

Headword:
παραδοτός
Headword (normalized):
παραδοτός
Headword (normalized/stripped):
παραδοτος
IDX:
24556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24584
Key:
paradoto/s

Data

{'content': 'παραδοτός\n παραδοτός, ή, όν\n capable of being taught, Plat.', 'key': 'paradoto/s'}