Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδράω
παραδρομή
παράδρομος
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
View word page
παραδοτέος
παραδοτέος παραδοτέος, η, ον, verb. adj. of παραδίδωμι to be handed down, Plat.: παραδοτέον one must hand over, τί τινι Plat. to be given up, Plat. παραδοτέα one must give up, Thuc.

ShortDef

to be handed down

Debugging

Headword:
παραδοτέος
Headword (normalized):
παραδοτέος
Headword (normalized/stripped):
παραδοτεος
IDX:
24555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24583
Key:
paradote/os

Data

{'content': 'παραδοτέος\n παραδοτέος, η, ον,\n verb. adj. of παραδίδωμι\n to be handed down, Plat.: παραδοτέον one must hand over, τί τινι Plat.\n to be given up, Plat.\n παραδοτέα one must give up, Thuc.', 'key': 'paradote/os'}