Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδράω
παραδρομή
παράδρομος
παραδυναστεύω
παραδύομαι
View word page
παράδοξος
παράδοξος παρά-δοξος, ον, δόξα contrary to opinion, incredible, paradoxical, Plat., Xen., etc.; ἐκ τοῦ παραδόξου contrary to expectation, Dem.:—adv. -ξως, Aeschin.

ShortDef

contrary to opinion, incredible, paradoxical

Debugging

Headword:
παράδοξος
Headword (normalized):
παράδοξος
Headword (normalized/stripped):
παραδοξος
IDX:
24552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24580
Key:
para/docos

Data

{'content': 'παράδοξος\n παρά-δοξος, ον,\n δόξα\n contrary to opinion, incredible, paradoxical, Plat., Xen., etc.; ἐκ τοῦ παραδόξου contrary to expectation, Dem.:—adv. -ξως, Aeschin.', 'key': 'para/docos'}