Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδειπνέομαι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
View word page
παραδιηγέομαι
παραδιηγέομαι Dep. to relate by the way, Arist.

ShortDef

to relate by the way

Debugging

Headword:
παραδιηγέομαι
Headword (normalized):
παραδιηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραδιηγεομαι
IDX:
24547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24575
Key:
paradihge/omai

Data

{'content': 'παραδιηγέομαι\n Dep. to relate by the way, Arist.', 'key': 'paradihge/omai'}