Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδειπνέομαι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
View word page
παραδιακονέω
παραδιακονέω fut. ήσω to live with and serve another, c. dat., Ar.
ShortDef
to live with and serve
Debugging
Headword:
παραδιακονέω
Headword (normalized):
παραδιακονέω
Headword (normalized/stripped):
παραδιακονεω
IDX:
24545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24573
Key:
paradiakone/w
Data
{'content': 'παραδιακονέω\n fut. ήσω\n to live with and serve another, c. dat., Ar.', 'key': 'paradiakone/w'}