Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδειπνέομαι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
View word page
παραδηλόω
παραδηλόω fut. ώσω to make known by a side-wind, to intimate or insinuate, Dem., Plut. to accuse underhand, Plut.
ShortDef
to make known by a side-wind, to intimate
Debugging
Headword:
παραδηλόω
Headword (normalized):
παραδηλόω
Headword (normalized/stripped):
παραδηλοω
IDX:
24544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24572
Key:
paradhlo/w
Data
{'content': 'παραδηλόω\n fut. ώσω\n to make known by a side-wind, to intimate or insinuate, Dem., Plut.\n to accuse underhand, Plut.', 'key': 'paradhlo/w'}