Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραγωγή
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδειπνέομαι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παράδοξος
View word page
παραδεκτέος2
παραδεκτέος2 έος, η, ον, to be admitted, Plat.

ShortDef

to be admitted

Debugging

Headword:
παραδεκτέος2
Headword (normalized):
παραδεκτέος
Headword (normalized/stripped):
παραδεκτεος2
IDX:
24542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24570
Key:
paradekte/os2

Data

{'content': 'παραδεκτέος2\n έος, η, ον,\n to be admitted, Plat.', 'key': 'paradekte/os2'}