Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράγω
παραγωγή
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδειπνέομαι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
View word page
παραδεκτέος
παραδεκτέος παραδεκτέος, ον, verb. adj. of παραδέχομαι one must admit, Plat.
ShortDef
to be admitted
Debugging
Headword:
παραδεκτέος
Headword (normalized):
παραδεκτέος
Headword (normalized/stripped):
παραδεκτεος
IDX:
24541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24569
Key:
paradekte/os1
Data
{'content': 'παραδεκτέος\n παραδεκτέος, ον,\n verb. adj. of παραδέχομαι\n one must admit, Plat.', 'key': 'paradekte/os1'}