Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδειπνέομαι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
View word page
παράδεισος
παράδεισος παράδεισος, ὁ, a park, a Persian word brought in by Xen.; used for the garden of Eden, Paradise, NTest.
ShortDef
a park
Debugging
Headword:
παράδεισος
Headword (normalized):
παράδεισος
Headword (normalized/stripped):
παραδεισος
IDX:
24540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24568
Key:
para/deisos
Data
{'content': 'παράδεισος\n παράδεισος, ὁ,\n a park, a Persian word brought in by Xen.; used for the garden of Eden, Paradise, NTest.', 'key': 'para/deisos'}