Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδειπνέομαι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξία
παραδοξολογέω
View word page
παραδειπνέομαι
παραδειπνέομαι δεῖπνον Pass. to go without oneʼs dinner, Theophr.

ShortDef

to go without one's dinner

Debugging

Headword:
παραδειπνέομαι
Headword (normalized):
παραδειπνέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραδειπνεομαι
IDX:
24539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24567
Key:
paradeipne/omai

Data

{'content': 'παραδειπνέομαι\n δεῖπνον\n Pass. to go without oneʼs dinner, Theophr.', 'key': 'paradeipne/omai'}