Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδειπνέομαι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
View word page
παραδειγματώδης
παραδειγματώδης παραδειγμᾰτ-ώδης, ες εἶδος characterised by examples, Arist.

ShortDef

characterised by examples

Debugging

Headword:
παραδειγματώδης
Headword (normalized):
παραδειγματώδης
Headword (normalized/stripped):
παραδειγματωδης
IDX:
24537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24565
Key:
paradeigmatw/dhs

Data

{'content': 'παραδειγματώδης\n παραδειγμᾰτ-ώδης, ες\n εἶδος\n characterised by examples, Arist.', 'key': 'paradeigmatw/dhs'}