Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραγκωνίζω
παραγναθίς
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδειπνέομαι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδεκτέος2
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιακονέω
View word page
παράδειγμα
παράδειγμα παράδειγμα, ατος, τό, παραδείκνυμι a pattern or model of the thing to be executed, Lat. exemplar, an architectʼs plan, Hdt.; a sculptorʼs or painterʼs model, Plat. a precedent, example, Thuc., Plat.; ἐπὶ παραδείγματος by way of example, Aeschin. an example, i. e. a lesson or warning, π. ἔχειν τινός to take a lesson from another, Thuc.; τὸ σὸν π. ἔχων Soph.; ζῶντά τινα τοῖς λοιποῖς π. ποιεῖν Dem. an argument, proof from example, Thuc. the model or copy of an existing thing, Hdt.

ShortDef

a pattern

Debugging

Headword:
παράδειγμα
Headword (normalized):
παράδειγμα
Headword (normalized/stripped):
παραδειγμα
IDX:
24535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24563
Key:
para/deigma

Data

{'content': 'παράδειγμα\n παράδειγμα, ατος, τό,\n παραδείκνυμι\n a pattern or model of the thing to be executed, Lat. exemplar, an architectʼs plan, Hdt.; a sculptorʼs or painterʼs model, Plat.\n a precedent, example, Thuc., Plat.; ἐπὶ παραδείγματος by way of example, Aeschin.\n an example, i. e. a lesson or warning, π. ἔχειν τινός to take a lesson from another, Thuc.; τὸ σὸν π. ἔχων Soph.; ζῶντά τινα τοῖς λοιποῖς π. ποιεῖν Dem.\n an argument, proof from example, Thuc.\n the model or copy of an existing thing, Hdt.', 'key': 'para/deigma'}