Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράβυστος
παραβύω
παραγγελία
παραγγέλλω
παράγγελμα
παράγγελσις
παραγεύω
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκάλισμα
παραγκωνίζω
παραγναθίς
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραδακρύω
παραδαρθάνω
View word page
παραγκάλισμα
παραγκάλισμα παρ-αγκάλισμα, ατος, τό, ἀγκαλίζομαι that which is taken into the arms, a beloved one, Soph.

ShortDef

that which is taken into the arms, a beloved one

Debugging

Headword:
παραγκάλισμα
Headword (normalized):
παραγκάλισμα
Headword (normalized/stripped):
παραγκαλισμα
IDX:
24524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24552
Key:
paragka/lisma

Data

{'content': 'παραγκάλισμα\n παρ-αγκάλισμα, ατος, τό,\n ἀγκαλίζομαι\n that which is taken into the arms, a beloved one, Soph.', 'key': 'paragka/lisma'}